- κατεργασμένους
- κατεργάζομαιeffect by labourperf part mp masc acc pl (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καπνικαρέα — Ναός της μεσοβυζαντινής περιόδου, αφιερωμένος στα Εισόδια της Θεοτόκου. Βρίσκεται επί της οδού Ερμού, στο κέντρο της Αθήνας. Είναι ναός εγγεγραμμένος σταυροειδής με τρούλο, με πρόσθετα κτίσματα το επίσης τρουλαίο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας στα … Dictionary of Greek
κατάμιττα — ή κατὰ μίττα (Α) (για κατεργασμένους λίθους) ορθογωνισμένοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μίττος «σειρά, τάξη»] … Dictionary of Greek
χελλαίος — Ονομασία περιόδου πολιτισμού της παλαιολιθικής εποχής. Την περίοδο αυτή χαρακτηρίζει η κατώτερη ανάπτυξη των ανθρώπων. Χρονολογείται από το 100.000 π.Χ. και διήρκεσε 30 40 χιλιάδες χρόνια. H ονομασία χ. οφείλεται σε αυτήν της Challes, γαλλικής… … Dictionary of Greek
κλακτόνιος — Πολιτισμός του κατώτερου παλαιοζωικού αιώνα. Η ονομασία του προέρχεται από την τοποθεσία όπου βρέθηκαν χαρακτηριστικά εργαλεία από κατεργασμένους λίθους, στις ποτάμιες αναβαθμίδες του Τάμεση, στα περίχωρα της πόλης Κλάκτον ον Σι (Έσεξ). Ο κ. ήταν … Dictionary of Greek